ακεσίπονος

ακεσίπονος
ἀκεσίπονος, -ον (Α)
αυτός που σταματάει τον πόνο ή τον μόχθο
παυσίπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + πόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”